κεράιζε

κεράιζε
κεράιζε , κεραίζω
ravage
pres imperat act 2nd sg
κεράϊζε , κεραίζω
ravage
pres imperat act 2nd sg
κεράιζε , κεραίζω
ravage
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
κεράϊζε , κεραίζω
ravage
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κεραΐζω — (ΑΜ) φονεύω, κατασφάζω (α. «τὰ κτήνη...κεραΐσαι τοῑς ξίφεσι», Σαθ. β. «Τρῶας κεράϊζε καὶ ἄλλους», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. λεηλατώ, καταστρέφω, ερημώνω (α. «σταθμοὺς ἀνθρώπων κεραΐζετον», Ομ. Ιλ. β. «εὐνὰς θανάτοις κεραϊζομένας», Ευρ.) 2. (σχετικά με… …   Dictionary of Greek

  • όθι — και όθε (Α ὅθι) (ποιητ. τ.) (επίρρ) νεοελλ. 1. οπουδήποτε, όπου («όθι βρεθώ κι όθι σταθώ τον πόνο μου θα λέω») 2. από όπου («όθε βγήκε ο λόγος») αρχ. όπου («ἐν ποταμῷ, ὅθι περ Τρῶας κεράϊζε καὶ ἄλλους», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αναφ. αντων. ὅς, ἥ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”